-
1 δοκος
ἥ(Luc., Diog.L. тж. ὅ)
1) брус, бревно, балка Hom., Thuc., Arph., Luc.τέν δοκὸν φέρειν погов. Arst. — таскать бревно, т.е. нудно или монотонно говорить ( об ораторе)
2) «брус» ( род метеора) Diog.L. -
2 δοκός
η балка, перекладина, брус; бревно;δοκός εκτοξεύσεως — направляющая рельса
-
3 δοκός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δοκός
-
4 δοκός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δοκός
-
5 δοκός
бревно, брус, балка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκός
-
6 δοκὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκὸς
-
7 δοκις
-
8 ακοντοδοκος
-
9 δωροδοκος
-
10 θυοδοκος
2принимающий священные курения, т.е. полный благовонных курений(δόμοι, οἶκοι, ἀνάκτορον Eur.)
-
11 ιεροδοκος
-
12 ικεταδοκος
-
13 ιοδοκος
-
14 ιχθυδοκος
-
15 κρεηδοκος
-
16 μελανδοκος
-
17 μηλοδοκος
-
18 μητροδοκος
-
19 μυστοδοκος
-
20 ξενοδοκος
ион. ξεινοδόκος ὅ оказывающий гостеприимство, хозяин(ξεινοδόκοι καὴ ξεῖνος Hom.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δοκός — bearing beam masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής … Dictionary of Greek
δόκω — δόκος masc nom/voc/acc dual δόκος masc gen sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκοί — δοκός bearing beam masc/fem nom/voc pl δοκόω furnish with rafters pres subj mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres ind mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκούς — δοκός bearing beam masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκον — δόκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκῳ — δόκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek